Παλαιοχώρα, Αίγινα

Κατηγορία Χώρου
Όνομα
Περιγραφή Ο μεσαιωνικός οικισμός της Παλαιοχώρας, η μεσαιωνική πρωτεύουσα της Αίγινας, αναπτύσσεται στον ομώνυμο λόφο, στην ενδοχώρα του βόρειου τμήματος του νησιού. Ο οικισμός αποτέλεσε, για περίπου 1000 χρόνια, από τον 9ο-10ο αιώνα έως και τις αρχές του 19ου αιώνα, το κέντρο της ζωής του νησιού μετά την εγκατάλειψη της παράλιας πόλης της Αίγινας, λόγω των συνεχών πειρατικών επιδρομών. Η στρατηγική θέση και η φυσική οχυρή μορφή του λόφου, δικαιολογούν απόλυτα τη συγκεκριμένη επιλογή. Οι Αιγινίτες έχτισαν τη νέα τους πρωτεύουσα με μικρά σπίτια, στενά δρομάκια, πολυάριθμες εκκλησίες και κάστρο στην κορυφή του λόφου, με τρόπο απόλυτα εναρμονισμένο στο φυσικό περιβάλλον, καθιστώντας τα οικοδομήματα αθέατα από τη θάλασσα. Ο οικισμός, από τον 9ο αιώνα έως το 1204, βρισκόταν υπό την εποπτεία των Βυζαντινών. Μετά το 1204, Φράγκοι, Καταλανοί, Ενετοί και Τούρκοι εισέβαλαν και κατέλαβαν το νησί μέχρι την οριστική απελευθέρωσή του το 1821. Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 η Παλαιόχωρα εγκαταλείπεται και οι κάτοικοι επιστρέφουν οριστικά στην παλαιά, από τα αρχαία χρόνια, πρωτεύουσα του νησιού, στο λιμάνι της αρχαίας Αίγινας. Το κάστρο κτίσθηκε τον 15ο αιώνα στην κορυφή του λόφου, σε υψόμετρο 355 μέτρων, συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε με οχυρωματικά έργα το 1462 από τους Ενετούς, με αντάλλαγμα την κάρα του Αγίου Γεωργίου που φυλασσόταν στον ομώνυμο ναό του Αγίου Γεωργίου του Καθολικού στο «Φόρο» του οικισμού. Η νότια και δυτική πλευρά του κάστρου διέθεταν το πλεονέκτημα της φυσικής οχύρωσης, ενώ η βόρεια και η ανατολική, με τις οποίες ο λόφος επικοινωνούσε με τα γειτονικά υψώματα, ήταν ευπρόσβλητες και χρειαζόταν φρούρηση. Σήμερα από το κάστρο σώζονται ελάχιστα κατάλοιπα των τειχών, ίχνη από τρεις κινστέρνες, ερείπια αδιάγνωστων κτιρίων και από δύο πύργους στη νότια πλευρά, καθώς και ο δίδυμος ναός των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου. Οι δύο είσοδοι στο κάστρο ανοίγονταν στη βόρεια και στην ανατολική πλευρά: επικοινωνούσαν μεταξύ τους καθώς και με το μεσαιωνικό οικισμό. Σε περίπτωση κινδύνου, υπολογίζεται ότι κατέφευγαν μέσα στο κάστρο περίπου 9000 κάτοικοι της παρακείμενης περιοχής. Η μεσαιωνική πόλη αναπτύχθηκε στη νότια, ανατολική και δυτική κλιτύ του λόφου, εκμεταλλευόμενη τις κλίσεις των πρανών και το άφθονο οικοδομικό υλικό που παρείχε, αφήνοντας τον κάμπο ελεύθερο για την ανάπτυξη των καλλιεργειών. Η βόρεια πλευρά παρέμεινε ακατοίκητη, προκειμένου ο οικισμός να μην είναι ορατός από τη θάλασσα. Ο οικισμός οικοδομήθηκε αμφιθεατρικά με μικρά και πυκνά οικοδομήματα, κυρίως οικίες και εκκλησίες. Το οδικό δίκτυο της πόλης συνιστούσαν δύο κύριες οδικές αρτηρίες, που κατέληγαν στο κάστρο, οι οποίες χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα. Σήμερα από το μεσαιωνικό οικισμό, διατηρούνται στο ύψος των θεμελίων, μικρός αριθμός κατοικιών, και σε καλύτερη κατάσταση τριάντα οκτώ διάσπαρτες στο λόφο βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, όχι βέβαια αλώβητες από το χρόνο και τις διάφορες δοκιμασίες, πολλές από τις οποίες, διατηρούν εσωτερικά, πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο που ανάγεται σε διάφορες εποχές.
Τύπος προστασίας

Καθεστώς Προστασίας

    ΥΑ ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Φ02/64828/2019

  • ΦΕΚ: 42/Β/1984-01-27
  • ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Φ26/117402/3589

  • ΦΕΚ: 352/Α.Α.Π./2011-12-30
  • ΒΔ 24-7-1936

  • ΦΕΚ: 332/Α/1936-08-06
Γεωγραφική Περιοχή
Επιστημονική Τεκμηρίωση
Μέση Βυζαντινή/Μεσοβυζαντινή Περίοδος

Μεταβυζαντινή Περίοδος




Ύστερη Βυζαντινή/Υστεροβυζαντινή Περίοδος

Μεταβυζαντινή Περίοδος




Μέση Βυζαντινή/Μεσοβυζαντινή Περίοδος

Μεταβυζαντινή Περίοδος




Φωτογραφικό Υλικό
Προβολή Φωτογραφιών