Πόλη της Θήβας, Βοιωτία

Κατηγορία Χώρου
Όνομα
Περιγραφή Η προμυκηναϊκή και μυκηναϊκή ακρόπολη της Θήβας είχε ιδρυθεί σε χαμηλό αχλαδόσχημο λόφο, την Καδμεία. Αν και η μορφή του υπέστη αρκετές αλλαγές κατά τη διάρκεια συνεχούς κατοίκησης 4500 χρόνων, διατηρεί και σήμερα το αρχικό του σχήμα με τις απότομες πλαγιές. Η Καδμεία επικοινωνεί με διάσελο με τους χαμηλότερους λόφους Μουσείου και Αμφίου ή Ταλάρου στα βόρεια και Αγίας Άννας και Κολωνακίου στα νότια. Η ακρόπολη της Θήβας περιβάλλεται και από αρκετούς άλλους λόφους, οι οποίοι φιλοξένησαν αξιόλογα μνημεία της μακράς ιστορικής διαδρομής της πόλης. Ίχνη εγκατάστασης της νεολιθικής περιόδου έχουν εντοπιστεί στο Πυρί Θηβών, στο λόφο του Μουσείου και στην πεδιάδα βορειοανατολικά των Θηβών. Η κατοίκηση της Θήβας βεβαιώνεται, χωρίς διακοπή, από την πρώιμη εποχή του χαλκού μέχρι σήμερα. Κατά την πρωτοελλαδική περίοδο είχε αναπτυχθεί πυκνοκατοικημένος και εκτεταμένος οικισμός, τμήματα του οποίου έχουν αποκαλυφθεί ανασκαφικά. Στη μεσοελλαδική επίσης υπήρχε σημαντικός οικισμός. Ωστόσο η λαμπερότερη περίοδος της πόλης ήταν η μηκυναϊκή. Η Θήβα στην ώριμη μηκυναϊκή περίοδο διέθετε δραστήριο ανακτορικό συγκρότημα με πλούσια αρχεία και ήταν οχυρωμένη με κυκλώπειο τείχος. Ακολούθησε την ίδια εξελικτική πορεία με τα άλλα ανακτορικά κέντρα και γνώρισε μεγάλη ακμή το 14ο και 13ο αι. π.Χ. Πρώτος ανέσκαψε στην Καδμεία ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος στις αρχές του 20ου αιώνα, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τείχος της πόλης. Στο εσωτερικό της αρχαίας ακρόπολης, στο χώρο της αγοράς, έφερε στο φως τμήματα μεγάλου μηκυναϊκού ανακτορικού κτιρίου, το οποίο ταύτισε με τη λεγόμενη Οικία του Κάδμου. Το τμήμα αυτό του ανακτορικού συγκροτήματος είναι γνωστό ως Παλαιό Καδμείο. Από τη δεκαετία του 1960 και εξής ανασκάφηκε μια σειρά χώρων που ανήκαν, σύμφωνα με τους μελετητές, στο δεύτερο και πολύ εκτεταμένο ανάκτορο των Θηβών, το λεγόμενο Νέο Καδμείο, το οποίο χτίστηκε σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά του Παλαιού όταν αυτό καταστράφηκε, πιθανότατα από εχθρική επιδρομή. Η επιδρομή αυτή συσχετίζεται από πολλούς με τη θρυλική εκστρατεία των Επτά Αργείων Επιγόνων. Το δεύτερο ανάκτορο καταστράφηκε ξαφνικά στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. από φοβερή πυρκαγιά, αποτέλεσμα, πιθανότατα, σεισμού. Τα νεκροταφεία των μυκηναϊκών Θηβών βρίσκονταν γύρω από την ακρόπολη, στους λόφους Αμφείο, Μικρό και Μεγάλο Καστέλι, Ισμήνιο και Κολωνάκι και αποτελούνταν από συστάδες θαλαμωτών τάφων. Για τη γεωμετρική περίοδο, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες είναι ελάχιστες και περιορίζονται κυρίως στο σποραδικό εντοπισμό τάφων και ελάχιστων αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Με βάση τα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε υποθέτουμε πως ο πληθυσμός συρρικνώθηκε πληθυσμιακά και πιθανόν εντάχθηκε σε μικρές αγροτοκτηνοτροφικές κοινότητες. Φαίνεται ότι η Καδμεία εγκαταλείπεται και χρησιμοποιείται μόνο ως νεκροταφείο. Δεν υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες από την πρώιμη και μέση γεωμετρική εποχή από τη Θήβα, ενώ τα υστερογεωμετρικά οικοδομικά λείψανα είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Υποθέτουμε ότι η πρώτη φάση του Ναού του Ισμηνίου Απόλλωνος θα είχε κατασκευαστεί μέσα στον 8ο αι. π.Χ. Σε ανασκαφές των τελευταίων δύο δεκαετιών έχουν εντοπιστεί αξιόλογα σύνολα κινητών ευρημάτων της περιόδου, που σχετίζονται με λατρεία ή με ταφές. Συστάδες πρωτογεωμετρικών τάφων είχαν ήδη εντοπιστεί από τον Κεραμόπουλλο. Δεν έχουν εντοπιστεί μεσογεωμετρικές ταφές, ενώ έχει βρεθεί και ένας αριθμός υστερογεωμετρικών τάφων. Στα αρχαϊκά χρόνια η Θήβα αποτέλεσε σημαντικό πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο με σημαντική στρατιωτική και πολιτική δύναμη. Η Θήβα διέθετε εκείνη την περίοδο πολλά ιερά, με σημαντικότερα τον αρχαϊκό ναό του Ισμηνίου Απόλλωνα, το ιερό Δήμητρας και Διονύσου, καθώς και τον πρόσφατα ανασκαμμένο βωμό τέφρας (Βωμό του Ισμηνίου Απόλλωνα) κοντά στις Ηλεκτρές Πύλες, ο οποίος απέδωσε σημαντικά ευρήματα που ξεκινούν από τα πρωτοελλαδικά χρόνια. Σημαντικά ευρήματα της αρχαϊκής εποχής έδωσαν και τα νεκροταφεία της Θήβας, περιμετρικά της πόλης, στο Πυρί, την Καναπίτσα, καθώς και στα βορειοανατολικά και βορειοδυτικά κράσπεδα της Θήβας, ενώ σε έναν αριθμό σωστικών ανασκαφών έχουν εντοπιστεί οικιστικά και εργαστηριακά κατάλοιπα της περιόδου. Στους αρχαϊκούς χρόνους, το έθιμο της καύσης υπάρχει σε περιορισμένη κλίμακα και κατά κύριο λόγο επικρατεί ο ενταφιασμός σε λάκκους και ο εγχυτρισμός ενηλίκων σε μεγάλους οξυπύθμενους πίθους και νηπίων σε αμφορείς. Στην κλασική περίοδο, η Θήβα γνώρισε μία από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας σας. Μετά τις νίκες των Αθηναίων στη Σαλαμίνα και των συμμαχικών δυνάμεων στις Πλαταιές, η Θήβα γνώρισε μεγάλη ταπείνωση εξαιτίας του μηδισμού της. Η κλασική Θήβα είχε δύο τείχη. Το ένα, το εσωτερικό, προστάτευε την παλιά πόλη, την Καδμεία, ενώ το δεύτερο περιέβαλε την περιοχή της Μεγάλης Θήβας. Ίχνη τους έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία της πορείας τους. Τμήματα που ήρθαν στο φως σε νεώτερες ανασκαφικές έρευνες είναι κατασκευασμένα με μεγάλου μεγέθους ορθογώνιους κροκαλοπαγείς λίθους. Δυστυχώς, σώζονται μόνο κατώτεροι δόμοι, καθώς οι ανώτεροι λιθολογήθηκαν σε μεταγενέστερους χρόνους. Τα ιερά της Θήβας που αναφέρονται από τον Παυσανία υπήρχαν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. Για πολλά από αυτά, πέρα από τις φιλολογικές πηγές, υπάρχουν και επιγραφικές μαρτυρίες. Στην Καδμεία αναφέρονται το Θεσμοφόριο, το ιερό του Διός Υψίστου, τα ιερά του Άμμωνα, της Τύχης, του Ποσειδώνα, της Αφροδίτης, του Διονύσου Καδμείου, του Διός Ομολόιου, ιερό αφιερωμένο στη γέννηση του Ηρακλή, υπαίθριο ιερό του Απόλλωνος Σποδίου που ίσως ταυτίζεται με το βωμό στάχτης που αναφέραμε προηγουμένως, ιερό της Αθηνάς Όγκας, καθώς και Οιωνοσκοπείο του Τειρεσία. Εκτός Καδμείας αναφέρεται το ιερό του Απόλλωνος Ισμηνίου που έχει ταυτιστεί και ανασκαφικά, το Ηράκλειο, το διπλό ιερό Διονύσου Αιγοβόλου και Δήμητρας και Κόρης, ιερό της Μητέρας Δινδυμήνης, καθώς και ιερά του Διονύσιου Λυσίου, της Αρτέμιδος Ευκλείας, του Διός Αγοραίου, της Θέμιδος, του Αμφιαράου, των Μοιρών και Τέμενος του Ιολάου. Αντίστοιχα στις πηγές αναφέρονται και αρκετά δημόσια κτίρια κοσμίκού χαρακτήρα, των οποίων η θέση, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έιναι ασφαλώς ταυτισμένη. Τμήματα οικιών και λοιπά οικιστικά κατάλοιπα έχουν εντοπιστεί σποραδικά. Έχουν επίσης εντοπιστεί νεκροταφεία της κλασικής Θήβας (μεταξύ άλλων το βορειοδυτικό, το βορειοανατολικό, το βόρειο και το νότιο), ενώ στο λόφο Μικρό Καστέλι παρατηρήθηκε η επαναχρησιμοποίηση μυκηναϊκών τάφων. Η πόλη της Θήβας ισοπεδώθηκε από τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 335 π.Χ. και ανοικοδομήθηκε από το 316/5 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Πιθανόν επίσης η πόλη να καταστράφηκε από το Σύλλα το 86 π.Χ. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων στη Θήβα είναι σχετικά αποσπασματικά, αλλά δίνουν μια σαφή εικόνα της έκτασης της πόλης, καθώς και της ανάκαμψής της μετά την καταστροφή της από τον Αλέξανδρο. Ανασκαφές των τελευταίων ετών έχουν αποκαλύψει μεταξύ άλλων κατάλοιπα οικιών και δημόσιας στοάς εμπορικών καταστημάτων. Σημαντικά στοιχεία για την ελληνιστική και ρωμαϊκή Θήβα προκύπτουν τέλος και από την έρευνα των νεκροταφείων της. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, κέντρο της πόλης εξακολουθούσε να είναι η Καδμεία, την οποία ενίσχυσε με ισχυρά τείχη ο Ιουστινιανός τον 6ο μ.Χ. αι. Σήμερα διατηρούνται ορατά λίγα μόνο τμήματα των μεσαιωνικών τειχών, με εξαίρεση τον καλά διατηρημένο πύργο του Σαιντ Ομέρ στη βόρεια πλευρά της Καδμείας. Η Θήβα κατά τους βυζαντινούς χρόνους εκτείνονταν και εκτός της Καδμείας, στους γύρω χαμηλούς λόφους που έχουμε αναφέρει. Οι μεσοβυζαντινοί χρόνοι είναι η περίοδος ακμής της πόλης, που από τα τέλη του 9ου αι. μ.Χ. ορίζεται έδρα του θέματος της Ελλάδος και αποκτά χαρακτήρα αστικού κέντρου, ενώ η θηβαϊκή εκκλησία αναδεικνύεται σε αυτοκέφαλη επισκοπή. Στους υστεροβυζαντινούς χρόνους η Θήβα περιέρχεται στη δικαιοδοσία των λατινικών κρατιδίων που δημιουργήθηκαν στην περιοχή μετά το 1204 και το 1210 αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα του φραγκικού δουκάτου Αθηνών και Θηβών υπό την ηγεμονία των de la Roche. Στην περίοδο αυτή, λίγο μετά το 1287, χτίζεται στην Καδμεία ισχυρό φρούριο, τμήμα του οποίου αποτελεί ο πύργος του Σαιντ Ομέρ. Το 1480 αρχίζει η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θήβα, η οποία πλέον αποτελεί έδρα του ομώνυμου καζά. Τέλος, το 1830 η Θήβα εντάσσεται στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Από την περίοδο της βυζαντινής και μεταβυζαντινής Θήβας διατηρούνται σήμερα λίγα μνημεία, καθώς αρκετά καταστράφηκαν στους σεισμούς του 1854 και του 1914, αλλά και λόγω της συνεχούς κατοίκησης της πόλης. Εντός των ορίων της κήρυξης, περιλαμβάνονται και αρκετά ανεξάρτητα κηρυγμένα μνημεία. Στην περιοχή της Καδμείας βρίσκονται ο πύργος του Σαιντ Ομέρ, τα λείψανα του μεσοβυζαντινού ναού του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, γνωστός και ως μεγάλη Παναγιά, χτισμένος από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Φιλιππότη το 1867, καθώς και δύο νεοκλασικές οικίες. Εκτός της Καδμείας, στην περιοχή του λόφου Ιγγλέση, που ήταν κηρυγμένος από παλαιότερα καθώς εκεί βρίσκεται ο ναός του Ισμηνίου Απόλλωνα, έχουν ανασκαφεί τη δεκαετία του 2010 οικιστικά κατάλοιπα και τάφοι πρωτοβυζαντινών χρόνων και υστερότερα. Επίσης, κοντά στο λόφο Ιγγλέση βρίσκεται η κηρυγμένη ως μνημείο σταυροειδής βασιλική με τρούλο του Ευαγγελιστή Λουκά που εγκαινιάστηκε το 1863, ενώ φαίνεται ότι στην ίδια θέση υπήρχε και παλαιότερος ναός. Τέλος, νοτιοδυτικά της Καδμείας βρίσκεται και ο κηρυγμένος ναός της Αγίας Τριάδας, που επίσης έχει πιθανότατα κτιστεί στη θέση παλαιότερου, βυζαντινού ναού. Εκτός από τα ήδη κηρυγμένα μνημεία, εντός και εκτός της Καδμείας έχουν εντοπιστεί γύρω στις 50 πρωτοβυζαντινές θέσεις οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και τρία λουτρά, κατάλοιπα ναών, οικιστικά σύνολα, νεκροταφεία, δύο εργαστήρια βαφής μεταξωτών υφασμάτων για τα οποία φημίζονταν η Θήβα. Επίσης έχει εντοπιστεί ένα εργαστήριο μεταλλοτεχνίας της περιόδου της φραγκοκρατίας, μία κρήνη της τουρκοκρατίας, κατάλοιπα ενός υδρόμυλου, καθώς και του μεσαιωνικού της υδραγωγείου. Οι περισσότεροι χριστιανικοί ναοί που υπάρχουν σήμερα οικοδομήθηκαν το 19ο και τον 20ο αιώνα στη θέση παλαιότερων. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους ναούς της Αγίας Ελεούσας, του Αγίου Γεωργίου του μικρού, του Αγίου Στεφάνου, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Ιωάννη Καλοκτένη, του Αγίου Ανδρέα, της Αγίας Αικατερινης, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, της Παναγίας Λότζιας, του Αγίου Γεωργίου του Μεγάλου, της Αγίας Παρασκευής, καθώς και το ναό των Αγίων Θεοδώρων. Μόνο ο ναός του Αγίου Νικολάου στη συνοικία Παλαιά Σφαγεία και ο ναός της Αγίας Φωτεινής ανάγονται στους βυζαντινούς χρόνους. Συγκεκριμένα, ο ναός του Αγίου Νικολάου είναι μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του 20ου αιώνα που ενσωματώνει τοίχους και γλυπτά του 12ου αιώνα, ενώ ο ναός της Αγίας Φωτεινής κοντά στο σημερινό νεκροταφείο χρονολογείται επίσης στο 12ο αιώνα και σύμφωνα με γραπτές πηγές αποτελούσε καθολικό μικρού μοναστηριού και το 1210 περιήλθε σε Ναΐτες ιππότες. Ανήκει στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλο, χωρίς νάρθηκα και σωζόταν στις αρχές του 20ου αιώνα σε ύψος 1,00 - 1,50 μ. Ανασκάφηκε από τον Αναστάσιο Ορλάνδο τη δεκαετία του 1940 και αναστηλώθηκε γύρω στο 1959.
Τύπος προστασίας

Καθεστώς Προστασίας

    ΥΑ 4499

  • ΦΕΚ: 239/Β/1964-06-30
  • ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΑΧ/Φ43/119027/61413/8078/3882

  • ΦΕΚ: 340/ΑΑΠ/2013-09-27
Γεωγραφική Περιοχή
Επιστημονική Τεκμηρίωση
Ύστερη Γεωμετρική Περίοδος

Ύστερη Κλασική περίοδος




Ύστερη Βυζαντινή/Υστεροβυζαντινή Περίοδος

Ύστερη Βυζαντινή/Υστεροβυζαντινή Περίοδος




Φωτογραφικό Υλικό
Προβολή Φωτογραφιών
Δεν υπάρχει φωτογραφικό υλικό διαθέσιμο