Ναός Επικουρίου Απόλλωνα, Bάσσες, Φιγάλεια, Ηλεία
Κατηγορία Χώρου | |
---|---|
Όνομα | |
Περιγραφή | Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Bάσσες Φιγαλείας ταυτίστηκε το 1765 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες εκτελέστηκαν το 1812 και 1815 από ομάδα αρχαιόφιλων επιστημόνων λογίων της Δύσης, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η απόσπαση και μεταφορά του γλυπτού διακόσμου του ναού στο Βρετανικό Μουσείο. Από το 1902 τη συστηματική έρευνα στο ιερό ανέλαβε η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, αρχικά υπό τη γενική διεύθυνση του Κ. Κουρουνιώτη και με τη συνδρομή των Κ. Ρωμαίου και Π. Καββαδία. Οι έρευνες συνεχίσθηκαν μέχρι το 1979 τόσο από την Αρχαιολογική Εταιρεία, όσο και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Από το 1965 και συστηματικά από το 1975 το Υπουργείο Πολιτισμού πραγματοποίησε και εξακολουθεί να υλοποιεί εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης του ναού υπό την αρμόδια Επιτροπή Συντήρησης Ναού Επικουρίου Απόλλωνος. Η λατρεία του Απόλλωνα στην περιοχή των Βασσών ανάγεται στον 8ο αι., όπου λατρευόταν κάποιος πολεμικός θεός, αφού τα περισσότερα ευρήματα είναι όπλα. Τον 7ο αι. π.Χ. οι Φιγαλείς αφιερώνουν το ναό στον Απόλλωνα Επικούριο, για να έχουν σε βοήθεια το θεό, όταν στα 659 π.Χ. πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες. Στα 429 π.Χ. οι Φιγαλείς ευγνωμονούν το Απόλλωνα Επικούριο, καθώς σώζονται από το λοιμό, που έχει πλήξει την Αθήνα, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.. Το ιερό συνδεόταν με την πόλη της Φιγάλειας μέσω ιεράς οδού. Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα οικοδομήθηκε μάλλον στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους πιθανόν στην περιοχή υπήρχε λατρευτικό τέμενος, με έναν ή δύο ναούς του 600 και 500π.Χ. Ο ναός των κλασικών χρόνων, κατά τον Παυσανία έργο του Ικτίνου, κτίζεται γύρω στο 420-400π.Χ., με προσανατολισμό Βορρά-Νότου. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ναού αποτελούν το υπερτονισμένο μήκος του (15 επί 6 κίονες, αντί του «κανονικού» 13 επί 6), η παρουσία στο σηκό 10 ιωνικών ημικιόνων, συμφυών με τους τοίχους του σηκού και το παλαιότερο γνωστό κορινθιακό κιονόκρανο, που επέστεφε κίονα μεταξύ των δύο νοτιότερων ιωνικών ημικιόνων. Ο ναός εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, οπότε και έγιναν επιδιορθώσεις της στέγης του, όπως μαρτυρούν οι ενσφράγιστες κεραμίδες που χρησιμοποιήθηκαν. Ο ναός αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας. Σε μικρή απόσταση στα βόρεια και βορειοδυτικά του ναού του Απόλλωνα εντοπίστηκαν θέσεις με ίχνη λατόμευσης του ασβεστόλιθου που χρησιμοποιήθηκε στην ανέγερση του ναού. Οι ανασκαφές της περιόδου 1902-1903 από τους Κ. Kουντουριώτη και Π. Καββαδία στον αρχαιολογικό χώρο αποκάλυψαν δύο ακόμη μικρούς ναούς αφιερωμένους στην Άρτεμη και στην Αφροδίτη. Οι ναοί αυτοί φαίνεται ότι βρίσκονταν σε χρήση σε όλη τη διάρκεια των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, αλλά εγκαταλείφθηκαν οριστικά στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Ο χώρος έχει εγγραφεί στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO στα 1986. |
Τύπος προστασίας |
|
Καθεστώς Προστασίας |
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ07/44671/1836ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/30905/1377οικ.ΥΑ ΡΧ/Α1/Φ07/44671/1836/5.11.1986 |
Γεωγραφική Περιοχή | |
Επιστημονική Τεκμηρίωση |
Αρχαϊκή Περίοδος
Ρωμαϊκή Περίοδος
Κλασική Περίοδος
Κλασική Περίοδος
Αρχαϊκή Περίοδος
Ελληνιστική Περίοδος
Αρχαϊκή Περίοδος
Ελληνιστική Περίοδος
|